Μεταμφιέσεις Αποκριάς


Μεταμφιέσεις Αποκριάς και Καρναβαλιού

Εκτός από τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τα χοιροσφάγια, την θύμηση των νεκρών, κύριο χαρακτηριστικό των Απόκρεω είναι οι μεταμφιέσεις, οι προσωπιδοφορίες, για τον τόπο μας οι «μουτσούνες», σπάνια με μάσκα, περισσότερο με μακιγιάζ και μουντζούρα από τον πάτο του «λεβετιού».
Παλιότερα χρησιμοποιούσαν διάφορα ονόματα κατά τόπους για τους μασκαράδες.
Τους έλεγαν: Κουδουνάτους, γιανίτσαρους, κουκούγερους, μούσκουρους, κουμουζέλε, καρνάβαλους, προσώπεια κ.ά.
Βασικό γνώρισμα των μασκαράδων η μάσκα. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες, οι λατρευτές του Διόνυσου του Θεού του κρασιού και της διασκέδασης, έβαφαν το πρόσωπό τους με τρύγια. Οι άγριες φυλές της Αφρικής και της Ασίας διατηρούν μέχρι και σήμερα τα χαρακτηριστικά της προσωπιδικής λατρείας.
Πρώτος «εφευρέτης» της θεατρικής μάσκας θεωρείται ο τραγικός ποιητής Αισχύλος. Ολοι οι ηθοποιοί των τραγωδιών και κωμωδιών της αρχαιότητας φορούσαν προσωπεία.
Η μάσκα θεωρείται απόγονος των αρχαίων κωμικών και σατυρικών προσωπείων που φορούσαν οι ηθοποιοί. Οι μάσκες αυτές ήταν πήλινες και όμοιες μεταξύ τους.
Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι έφτιαξαν μάσκες που διέφεραν η μια από την άλλη και παρίσταναν διάφορους τύπους της κωμωδίας.
Πολλούς αιώνες αργότερα, στην Βόρεια Ιταλία, αναπτύχθηκε το θεατρικό είδος της Κομέντια ντελ άρτε, που εισήγαγε τύπους, όπως ο αρλεκίνος και η κολομπίνα με τις ανάλογες μάσκες και ενδυμασίες, αλλά και μάσκες χρυσές που έχουν την μορφή πουλιών. Η μαύρη βελούδινη μάσκα των μεταμφιεσμένων στο καρναβάλι της Βενετίας, λεγόταν λούπι. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βγάλει τη μάσκα ενός προσωπιδοφόρου κι αυτό το έθιμο το σέβονταν ακόμα και οι μεγαλύτεροι άρχοντες και αφέντες της χώρας. Οι μασκαράδες φορώντας την μάσκα δεν αναγνωρίζονταν γι' αυτό ένιωθουν απελευθερωμένοι από τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνειά τους, με αποτέλεσμα να λένε και να κάνουν πράγματα, που δεν θα τολμούσαν να σκεφθούν χωρίς την μάσκα.
Οι μεταμφιέσεις συνδιάζονταν με αθυροστομίες, με θεατρικού διαλόγους, παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ακουγόταν άσεμνα τραγούδια, γινόταν εικονικές δίκες.

Τσικνοπέμπτη



Η Τσικνοπέμπτη είναι μια ετήσια τελετή, της οποίας η αρχή χάνεται μέσα στους αιώνες. Η ημέρα που τρώγεται κρέας. Η λέξη Τσικνοπέμπτη προέρχεται από τις λέξεις "τσίκνα" (η μυρωδιά του καμένου ψημένου κρέατος) και "Πέμπτη". Η Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στο μέσο των 3 εβδομάδων του εορτασμού του καρναβαλιού. Πρόκειται για τη Πέμπτη της 2ης εβδομάδας, της Κρεατινής. Γιορτάζεται την Πέμπτη που είναι 11 ημέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα. Είναι ημέρα χαράς αλλά και προετοιμασίας για τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς, καθώς η σαρανταήμερη περίοδος της Σαρακοστής πριν το Πάσχα πλησιάζει. Την μέρα αυτή επιβάλλεται από το έθιμο το ψήσιμο κρέατος στα κάρβουνα.

Καθαρή Δευτέρα


Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Απόκρεω και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής.
Η λέξη Καθαρή εκκλησιαστικά σημαίνει το ξεκίνημα της κάθαρσης των Χριστιανών που αρχίζει με νηστεία.
Από την Καθαρά Δευτέρα ξεκινάει η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Απαραίτητα στοιχεία της αποκριάς θεωρούνται τα κούλουμα και ο χαρταετός.
Ο εορτασμός του καρναβαλιού κλείνει με τα κούλουμα και το πέταγμα του χαρταετού.
Με τον όρο κούλουμα, εννοούμε τη μαζική έξοδο του κόσμου στην ύπαιθρο και τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας έξω στην φύση.

Τα κούλουμα είναι γνωστά και σαν κούλουμπα, κούμουλες, κουμουλάθες ή κούμουλα.
Είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό πανηγύρι
Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη η προέλευση της λέξης είναι λατινική, από το cumulus που εκτός από την σημασία του σωρού,
σημαίνει και την αφθονία, το περίσσευμα, το πέρας, αλλά και τον επίλογο.

Η γιορτή της Καθαράς Δευτέρας θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.

Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα καθαρίζουν ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς, διότι και τέτοιου είδους λιχουδιές γεύονται μερικοί, αντί για λαγάνες, χαλβά, ελιές και πίκλες που προτιμούν οι πιο πολλοί, σαν αποτοξίνωση από τα πλούσια φαγοπότια της αποκριάς.

Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν' αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.
Αντίθετα άλλοι βάφουν μαύρα τα πρόσωπά τους με καπνιά ή μπογιά παπουτσιών,
καθώς χορεύουν και μεθούν όλη την ημέρα σε υπαίθριες συγκεντρώσεις.

Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, του αστεριού στα ψηλώματα. Τους χαρταετούς τους κατασκεύαζαν παλιά μόνοι τους με καλάμια και χαρτί. Ήθελαν μαστοριά στο ζύγισμα. Αν δεν τα κατάφερνες να τα ζυγιάσεις χαρταετό ψηλά δεν έβλεπες.
Με το χαρταετό πέταγαν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, με τον ερχομό της άνοιξης.

Το Γαϊτανάκι

Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς.
Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα.
Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο.
Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.
Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.
Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.

Η κυρά Σαρακοστή


Σαράντα μέρες κράταγε η νηστεία πριν το Πάσχα. Τόσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. Τις τρεις πρώτες μάλιστα μερικές γυναίκες δεν έβαζαν στο στόμα τους τίποτα, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά - καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια, πετιμέζι. Πόσο αργά περνούσε η σαρακοστή για όσους νήστευαν και νήστευαν οι περισσότεροι.
Η "κυρά Σαρακοστή" ήταν το ημερολόγιό τους. Την παρίσταναν ως καλογριά. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν μια γυναίκα. Δεν της έκαναν στόμα γιατί συνέχεια νήστευε και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα γιατί όλο προσευχόταν. Είχε 7 πόδια, τις 7 βδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο. Στη Χίο το έβαζαν μέσα σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και όποιος το έβρισκε πίστευαν πως θα ήταν καλότυχος. Αλλού την έκαναν και πάνινη την "κυρά Σαρακοστή" τους και τη γέμιζαν με πούπουλα. Στον Πόντο έπαιρναν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, έμπηγαν 7 φτερά κότας, το έδεναν στο ταβάνι και κρεμόταν όλη τη Σαρακοστή. Κάθε βδομάδα έβγαζαν και ένα φτερό. Ο "κουκουράς", έτσι το έλεγαν, ήταν ο φόβος των παιδιών.

Μια συγκινητική ιστορία

Χαζεύοντας στο διαδίκτυο διάβασα μια πολύ συγκινητική ιστορία για ένα αγοράκι που ήθελε να κάνει ένα δώρο στην αδελφούλα του ενώ εκείνη είχε φύγει από τη ζωή.

Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια.

Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.

Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.

Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:
«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»

Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:
«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»

Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.

Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης.»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου... Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»

Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.

«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.

Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:
«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μʼαφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»

Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»

Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»
Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»

Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.
Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά...»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.

Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.

Δεν μπορούσα να βγάλω απʼτο μυαλό μου το αγοράκι.

Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη...

Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;

Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω νʼαγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.

Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά...


Πηγή:
AcroBase

Τα ξωτικά





Τα ξωτικά είναι φανταστικά όντα που τα περισσότερα δεν έχουν σταθερή μορφή
και πολλές φορές έχουν την δυνατότητα να γίνονται κατά βούληση αόρατα.
Συνήθως περιγράφονται μικρόσωμα αλλά έχουν την δυνατότητα να αλλάζουν μορφή και να γίνονται μεγαλόσωμα!
Κάποιες παλιές ιστορίες λένε ότι οι ο κόσμος μας κι αυτός των ξωτικών ήταν ένας αλλά για ένα περίεργο λόγο αυτοί οι δυο κόσμοι χωρίστηκαν.
Κάποιος άλλος μύθος λέει ότι τα ξωτικά βρισκόντουσαν στην γη πολύ πριν δημιουργηθούν οι άνθρωποι.
Είναι έξυπνα και περίεργα όντα μπορούν να κλέβουν οτιδήποτε τους αρέσει ή έτσι απλά και μόνο για να πειράξουν κάποιον. Ζούνε σε δάση, σε σπηλιές σε φαράγγια, στοές ορυχείων, εγκαταλελειμμένα κάστρα, ρωγμές του εδάφους, και μπορούν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται όποτε τους αρέσει. Άλλα ξωτικά ζούνε μόνιμα σε ένα μέρος και άλλα δεν μπορούν να μείνουν σε μια περιοχή με αποτέλεσμα να ταξιδεύουν συνέχεια ομαδικά σύμφωνα με μία Σκωτσέζικη παράδοση.
Οι παραδόσεις γι’αυτά διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από τόπο σε τόπο.
Οι ονομασίες τους είναι πολλές και σε κάθε χώρα έχουν την δική τους όπως στην Ελλάδα-ξωτικά ή αερικά, στην Αγγλία-Elves, Korrigons στην Ιρλανδία-Sindhe ή Gentry, στην Σκωτία-Good People και στηνΓαλλία-Fees.
Σε όλες τις παραδόσεις χωρίζονται στα καλά ξωτικά και στα κακά ξωτικά.
Καλά ξωτικά για τους Κέλτες (fairfolk ή αλλιώς ο λαός του αιθέρα) ή Light Elves Αερικά, όνομα και όρος που δίνετε στις Νεράιδες στα ξωτικά του αέρα ή πνεύματα του αέρα ή αυτά που είναι πάνω στην γη. Στην Ιρλανδία λέγονται Daoine Sidhe. Η μορφή τους είναι ανθρώπινη με μικρά φτερά στην πλάτη, λεπτοκαμωμένα φωτεινά λαμπερά αέρινα που χορεύουν ασταμάτητα σε φωτεινούς κύκλους τις νύχτες κάτω από το φως του φεγγαριού. Η Ιρλανδία είναι η χώρα που ακόμα και σήμερα στηρίζει την παράδοση της σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη των ξωτικών.

Τα ξωτικά ( τραγούδι)

To μήνυμα των ξωτικών






Η κυρία Jean Dart από το Devon, έστειλε στη συγγραφείς κυρία Marjorie Johnson, ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις εμπειρίες της με τα ξωτικά.
Η κυρία Johnson κάνει έρευνες και μαζεύει εμπειρίες με ξωτικά από όλο τον κόσμο.

Ηκυρία Johnson έγραψε:

Bρισκόμουν στο σπίτι των φίλων μου Burnham και Mac που βρίσκεται στο Λονδίνο.
Όταν έπρεπε να φύγουν για κάποιες δουλειές στην πόλη, τους πρότεινα να μείνω στο σπίτι και να προσέχω την ηλικιωμένη θεία τους, που ζούσε μαζί τους στο ίδιο σπίτι.
Το μεσημέρι μετά το φαγητό πήγε η ηλικιωμένη γυναίκα να ξεκουραστεί στην κρεβατοκάμαρα της όπου έπεσε για ύπνο. Έτσι αποφάσισα να βγω για λίγο έξω στον κήπο για να περπατήσω και να κάνω μια μικρή βόλτα.
Βρέθηκα έτσι σε ένα ποτάμι που βρίσκεται κοντά στον κήπο, και άκουγα από μακρυά τις καμπάνες μιας εκκλησίας να χτυπάνε. Εκείνη την ώρα άρχισε να ακούγεται μια παράξενη μουσική, η οποία γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Τότε είδα κάποια ξωτικά, να έρχονται κοντά μου. Ήταν ντυμένα σαν απλοί αγρότες αλλά είχαν φωτεινά και πολύ όμορφα πρόσωπα.
Ήταν πάρα πολλά και ένα ξωτικό κρατούσε στα χέρια του ένα πανέμορφο δισκοπότηρο από το οποίο έβγαιναν πολλά χρώματα.
Τα ξωτικά με είχαν περικυκλώσει και χόρευαν γύρω μου.
Και το ένα ξωτικό που κρατούσε το δισκοπότηρο στα χέρια του μου έδειξε τι είναι μέσα σε αυτό. Και είδα τον πανέμορφο πλανήτη μας όπως τον δημιούργησε ο θεός και τότε το ξωτικό μου είπε: Έτσι θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι ο κόσμος σας.
Γίνετε δυνατοί στην καρδιά και στο πνεύμα και θα γίνει.
Θα χρειαστούν πολλά χρόνια.
Πολλοί βρίσκονται στο σωστό δρόμο, ψάχνονται και προσπαθούν να διορθώσουν τα σφάλματα του παρελθόν, για να γίνει ο κόσμος σας όπως τον βλέπεις εδώ``!
Και προτού να εξαφανιστούν τα ξωτικά μου έδωσαν την υπόσχεση πως θα ξανά βρεθούμε.``